- περιπόνηρος
- -ον, ΜΑ(ως λογοπαίγνιο στη λ. περιφόρητος) πολύ κακός άνθρωπος, άνθρωπος πολύ κακής διαθέσεως («ὁ περιπόνηρος Ἀρτέμων... ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν πατρὸς Τραγασαίου», Αριστοφ.).επίρρ...περιπονήρως Μμε περιπόνηρο τρόπο, με πολύ κακή διάθεση.
Dictionary of Greek. 2013.